υποδιάζευξις

υποδιάζευξις
-εύξεως, ἡ, Μ
μερική διαχώριση, διάκριση («ἡ διὰ πασῶν συμφωνία, ἥτις καὶ ὑποδιάζευξις λέγεται βαρυτέρα», Παχυμ. Γ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + διάζευξις «διάκριση, διαφοροποίηση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”